- προφορικός
- oral
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
προφορικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορικός — ή, ό / προφορικός, ή, ον, ΝΜΑ [προφορά] αυτός που εκφράζεται με προφορά, με εκφώνηση, σε αντιδιαστολή προς τον ενδιάθετο ή τον γραπτό (α. «προφορικές εξετάσεις» β. «καὶ τοῡ ἐνδιαθέτου λόγου καὶ τοῡ προφορικοῡ», Πλούτ. γ. «ἀνθρωπινωτέρως… … Dictionary of Greek
προφορικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται ή λέγεται με λόγια, με ζωντανή φωνή: Προφορική εξέταση. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., προφορικά προφορικές εξετάσεις: Στα προφορικά έχω μικρό βαθμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λόγος προφορικός — (греч.) (logos propliorikos) слово произносимое. Речь изустная, звучащая (стоики). У Филона Александрийского логос, исходящий из бога; также Λόγος προφατικός (logos prophatikos). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская… … Философская энциклопедия
προφορικά — προφορικός of neut nom/voc/acc pl προφορικά̱ , προφορικός of fem nom/voc/acc dual προφορικά̱ , προφορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορικῶν — προφορικός of fem gen pl προφορικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορικόν — προφορικός of masc acc sg προφορικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορικοῖς — προφορικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορικοί — προφορικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορικοῦ — προφορικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορικούς — προφορικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)